- φράγνυμι
- φράγνῡμι,A = φράσσω, κελεύθους φράγνῠτε AP7.391 (Bass.Loll.);
ὁδοὺς φραγνύντες J.AJ18.9.1
:—[voice] Med., Ar.Fr.367, Plu.Phoc.11, Caes. 24, Sert.21.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὁδοὺς φραγνύντες J.AJ18.9.1
:—[voice] Med., Ar.Fr.367, Plu.Phoc.11, Caes. 24, Sert.21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φράγνυμι — και φάργνυμι Α βλ. φράζω (II) … Dictionary of Greek
καταφράγνυμι — (Μ) (επιτ. τ. τού φράγνυμι*) καταφράσσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φράγνυμι «καλύπτω, προστατεύω»] … Dictionary of Greek
φράζω — (I) και δωρ. τ. φράσδω και κρητ. τ. φράδδω και στους Ταραντίνους φράσσω Α 1. δείχνω, υποδεικνύω («ἐς χῶρον ὅν φράσε Κίρκη», Ομ. Οδ.) 2. φανερώνω, εκφράζομαι («ἐχθρᾷ λόγον φράσαις ἀνάγκᾳ», Πίνδ.) 3. εξηγώ, διευκρινίζω («φράσον, ἅπερ γ ἔλεξας», Σοφ … Dictionary of Greek
περιφράγνυμι — Α περιφράσσω, φράζω ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + φράγνυμι «καλύπτω, προστατεύω»] … Dictionary of Greek
φάργνυμι — Α βλ. φράγνυμι … Dictionary of Greek